Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατὰ μέγα

  • 1 Interest

    subs.
    Benefit, gain: P. and V. κέρδος, τό, λῆμμα, τό.
    Advantage: P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ὄφελος, τό, ὄνησις, ἡ, Ar. and V. ὠφέλημα, τό, V. ὠφέλησις, ἡ.
    One's interests: P. and V. τὸ συμφέρον, τὰ συμφέροντα.
    The public interests: P. τὸ πᾶσι συμφέρον, P. and V. τὸ κοινόν.
    Private interests: P. and V. τὰ δια, τὰ οἰκεῖα.
    He has some private interests to serve: P. ἰδίᾳ τι αὐτῷ διαφέρει (Thuc. 3, 42).
    Her interests are committed to her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).
    You will best consult your own interests: P. τὰ ἄριστα βουλεύσεσθε ὑμῖν αὐτοῖς (Thuc. 1, 43).
    He said that it was not words that confirmed friendship, but community of interests: P. οὐ τὰ ῥήματα οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῦν ἀλλὰ τὸ ταὐτὰ συμφέρειν (Dem. 237).
    Attention to your interests: P. ἐπιμέλεια τῶν ὑμετέρων πραγμάτων (Andoc. 2I).
    Providing only for their own interests: P. τὸ ἐφʼ ἑαυτῶν μόνον προορωμένοι (Thuc. 1. 17).
    Considering only his own interest: P. τὸ ἑαυτοῦ μόνον σκοπῶν (Thuc. 6, 12).
    In the interest of: P. and V. πρός (gen.), πέρ (gen.) (Dem. 1232); see Favour.
    For the good of: P. ἐπʼ ἀγαθῷ (gen.).
    Against the interests of: P. and V. κατ (gen.) (Dem. 1232).
    Material interests, subs.: P. and V. χρήματα, τά; see Property.
    Influence: P. and V. δναμις, ἡ.
    Be promoted by interest: P. ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι (Thuc. 2, 37).
    Good will: P. and V. εὔνοια, ἡ.
    Zeal, exertion: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Care: P. and V. φροντς, ἡ.
    Take an interest in, v.: P. and V. φροντίζειν (gen.). σπουδάζειν περ (gen.).
    I take no interest in: P. and V. οὔ μοι μέλει (gen.).
    Meletus has never taken any interest in these things, either little or great: P. Μελήτῳ τούτων οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν πώποτε ἐμέλησεν (Plat., Ap. 26B).
    What interest have you in? P. and V. τί σοι μέτεστι; (gen.).
    Power of pleasure, subs.: P. and V. τέρψις, ἡ.
    With view rather to stimulate the interest than tell the truth: P. ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον (Thuc. 1, 2l).
    Interest on money: Ar. and P. τόκος, ὁ, or pl.
    At high interest: P. ἐπὶ μεγάλοις τόκοις.
    Compound interest: P. τόκοι ἐπίτοκοι, οἱ.
    Bring in no interest, v.: P. ἀργεῖν.
    Bringing in interest, adj.: P. ἐνεργός.
    Bringing in no interest: P. ἀργός.
    ——————
    v. trans.
    Please, delight: P. and V. τέρπειν, ρέσκειν (acc. or dat.).
    Be interested: P. and V. ἡδέως κούειν.
    Hear with pleasure, interest oneself in: use P. and V. σπουδάζειν περ (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interest

См. также в других словарях:

  • Μέγα Συνέδριο — (εβρ. Σανχεδρίν). Σώμα συμβούλων των Εβραίων. Η ύπαρξή του χρονολογείται από την ελληνιστική περίοδο και διέθετε τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική εξουσία. Μέλη του ήταν ο μέγας αρχιερέας της περιόδου, οι πρώην μεγάλοι αρχιερείς των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροτεκτονισμός — ο σύστημα ηθικής με χρήση αλληγοριών και συμβόλων που ακολουθείται από οργανώσεις κατά μέγα μέρος μυστικές και χωρισμένες σε στοές …   Dictionary of Greek

  • μεταηθική — η (φιλοσ.) κλάδος τής ηθικής που έχει ως αντικείμενό του τον καθορισμό τής φύσης τών ηθικών εννοιών και κρίσεων κατά μέγα μέρος μέσω τής ανάλυσης τών λογικών και σημασιολογικών πλευρών τής ηθικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

  • Στεβέν, Σιμόν — (Simon Stevin, εκλατινισμένος σε Stevinus). Φλαμανδός μαθηματικός και φυσικός (Βρύγη 1548 Λέυντεν 1620). Πολιτικός και στρατιωτικός μηχανικός, ένας από τους πρωτοπόρους του δεκαδικού μετρικού συστήματος στον οποίο οφείλεται κατά μέγα μέρος η… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυβούλης, Κωνσταντίνος — (Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1815 – Κωνσταντινούπολη 1859). Συγγραφέας. Το αληθινό επώνυμο του ήταν Βάβουλας. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και κατόπιν σπούδασε φιλοσοφία και μαθηματικά στο Παρίσι. Το 1845 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»